μελέτη

μελέτη
μελέτ-η, ,
A care, attention, Hes.Op.412, Epich. [284]: pl., Emp.110.2: c. gen. objecti, μ. πλεόνων care for many things, Hes.Op.380; μελέτην τινὸς ἐχέμεν, = μελετᾶν, ἐπιμελεῖσθαι, ib.457; ἔργων ἐκ πολλοῦ μ. long-continued attention to action, Th.5.69: c. gen. subjecti, care taken by one,

θεῶν μελέτῃ S.Ph.196

(anap.); of a trainer, B.12.191: abs.,

μελέτῃ κατατρύχεσθαι E.Med.1099

(anap.): pl., Emp.131.2.
2 Medic., treatment, Hp.Fract.31, 35 (pl.), Art.50.
II practice, exercise,

ὀξεῖα μ. Pi.O.6.37

;

ἔχων μ. Id.N.6.54

; ἡ δι' ὀλίγου μ. their short practice, Th.2.85; πόνων μ. painful exercises, of the Spartan discipline, ib.39;

μάθησις καὶ μ. Pl.Tht.153b

;

μ. θανάτου Id.Phd.81a

;

ἡ ἐγκύκλιος τῶν προπαιδευμάτων μ. Ph.1.157

.
b in a military sense, exercise, drill, μετὰ κινδύνων τὰς μελέτας ποιεῖσθαι to go through one's exercises in actual war, Th.1.18;

ταῖς τῶν πολεμικῶν μ. Id.2.39

;

μ. ἐν ὅπλοις ποιεῖσθαι IG22.1028.19

, al.
c freq. of orators, rehearsal, declamation,

ταύτης τῆς μελέτης καὶ τῆς ἐπιμελείας D.18.309

, al.; of actors, νήστεις ὄντες τὰς μ. ποιούμενοι making their rehearsals, Arist.Pr.901b3.
d matter for discussion,

μ. σοφισταῖς προσβαλεῖν Pi.I.5(4).28

; branch or object of study, Pl.Grg.500d, al.;

ὁ νόμος σου μ. μού ἐστιν LXX Ps.118(119).77

.
2 later, theme, lecture, Str.1.2.2, Plu.2.41d, Luc.Rh.Pr.17; declamation,

μελέτῃσί τ' ἄριστον IG3.625

;

τὰς μ. μισθοῦ ποιεῖσθαι Philostr.VS1.21.5

.
3 pursuit,

μία οὐχ ἅπαντας θρέψει μ. Pi.O.9.107

, cf. Pl.Phd.82a.
III practice, usage,

ἃς οἱ πατέρες ἡμῖν παρέδοσαν μ. Th.1.85

.
2 habit, Hp.Mul.1.17;

ἢν ἐς μελέτην ἥκῃ τοῦ κακοῦ ὥνθρωπος Aret.CA1.5

; ἐν μ. γίγνεσθαι ψόφων become accustomed to noises, Stob.App.p.22 G.
IV threatening symptom or condition, of disease,

μελέτη καὶ προοίμιον ἐπιληψίας Posidon.

ap. Aët. 6.12;

ὀδύνη . . μ. λύσεως Aët.5.100

, cf. Steph. in Hp.1.191 D.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Μελέτη — care fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελέτη — care fem nom/voc sg (attic epic ionic) μελετάω take thought pres imperat act 2nd sg (doric) μελετάω take thought pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) μελετάω take thought imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μελέτῃ — Μελέτη care fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελέτῃ — μελέτη care fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελέτη — I Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας. Ήταν μία από τις τρεις Μούσες, σύμφωνα με την πρώτη τους διαίρεση. Είναι επίσης γνωστή και ως Μελετώσα. Οι τρεις Μούσες ονομάζονταν Αοιδή, Μ. και Μνήμη ή Μούσα θεά ή Υμνώ. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, οι Μούσες… …   Dictionary of Greek

  • μελέτη — η 1. συστηματικό διάβασμα και έρευνα για μάθηση διάφορων πραγμάτων: Για να πετύχεις στις εξετάσεις χρειάζεται πολλή μελέτη. 2. μεθοδική ανάλυση και έκθεση κάποιου θέματος, γραπτή εργασία, πραγματεία: Έγραψε μια μελέτη για το Βυζάντιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μελετῇ — μελετάω take thought pres subj mp 2nd sg (doric) μελετάω take thought pres ind mp 2nd sg (doric) μελετάω take thought pres subj act 3rd sg (doric) μελετάω take thought pres ind act 3rd sg (doric) μελετάω take thought pres subj mp 2nd sg (epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μελέτη τὸ πᾶν. — См. Навык мастера ставит …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μελέτη πάντα δύναται. — См. Терпенье и труд все перетрут …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • δυναμική οικονομική — Μελέτη των διακυμάνσεων του οικονομικού συστήματος κατά τη διαδρομή του χρόνου. Πριν από μερικές δεκαετίες η πλειονότητα των οικονομολόγων περιοριζόταν στη μελέτη της φιλελεύθερης –κυρίως συναλλακτικής– οικονομίας ως ένος στατικού μηχανισμού.… …   Dictionary of Greek

  • γραμματική — Μελέτη των κανόνων μιας γλώσσας και ιδιαίτερα του μορφολογικού μέρους της (πτώσεις, κλίσεις κλπ.). Εφόσον η διδασκαλία και η εκμάθηση ενός οποιουδήποτε κανόνα της ορθής ομιλίας προϋποθέτει την περιγραφή μιας καθορισμένης γλωσσικής κατάστασης, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”